- Κρατέων
- Κράτηςneut gen pl (epic doric ionic aeolic)Κράτηςmasc gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατέων — κράτος strength neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κρατέω to be strong pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κρατύς strong masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κρατέω̆ν , κρατύς strong masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… … Dictionary of Greek